προετοιμασίας

προετοιμασίας
προετοιμασίᾱς , προετοιμασία
previous preparation
fem acc pl
προετοιμασίᾱς , προετοιμασία
previous preparation
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπαρασκευή — η, ΝΜΑ 1. προετοιμασία, διαδικασία προετοιμασίας 2. το αποτέλεσμα τής προετοιμασίας αρχ. προετοιμασία μύησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παρασκευή. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό τής ρηματικής ενέργειας τού ρ. προπαρασκευάζω] …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • APOEL F.C. season 2008-09 — Infobox football club season club = APOEL F.C. season = 2008–09 manager = flagicon|Serbiaflagicon|Greece Ivan Jovanović chairman = flagicon|CYP Kyriakos Zivanaris league = Cypriot First Division league result = cup1 = Cypriot Cup cup1 result =… …   Wikipedia

  • Δεκεμβριστές — Ονομασία που αποδίδεται σε όσους έλαβαν μέρος στις εξεγέρσεις που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1825 στην Αγία Πετρούπολη και στη νότια Ρωσία. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίστηκαν επίσης και τα μέλη των μυστικών ενώσεων που είχαν προετοιμάσει τα γεγονότα …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ανενεργησία — η (AM ἀνενεργησία) 1. η απραξία, η αδράνεια 2. Θεολ. η αποφυγή της πολυπραγμοσύνης, η χριστιανική γαλήνη και ηρεμία μσν. η έλλειψη αποτελεσματικότητας, η αδυναμία αρχ. η έλλειψη άσκησης, προετοιμασίας …   Dictionary of Greek

  • μικρογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικρογραφία 2. αυτός που εκτελείται με μικρογραφία («μικρογραφική εικόνα») 3. φρ. α) «μικρογραφική ανάλυση» (χημ. μεταλλ.) η μελέτη τών μετάλλων και τών κραμάτων στο μικροσκόπιο, συμπεριλαμβανομένης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”